ανέξοδα

ανέξοδα
ἀνέξοδα
ἀνέξοδος
with no outlet: neut nom /voc /acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνέξοδα — ἀνέξοδος with no outlet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαπανητί — επίρρ. [αδαπάνητος] χωρίς δαπάνες, ανέξοδα, δωρεάν …   Dictionary of Greek

  • τζαμπατζήδικος — η, ο, Ν [τζαμπατζής] αυτός που αποχτιέται ή γίνεται χωρίς πληρωμή, ανέξοδος. επίρρ... τζαμπατζήδικα Ν δωρεάν, ανέξοδα, χωρίς πληρωμή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”